- Κριτιάζουσα
- Κριτιάζωimitate the style of Critiaspres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριτιάζω — (Α) μιμούμαι το γλωσσικό ύφος τού Κριτία («κριτιάζουσα ἠχώ», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κριτίας, με σχηματισμό κατά τα ρ. σε άζω (πρβλ. δικ άζω)] … Dictionary of Greek